- αποτυχία
- ητο να μη γίνει κάτι σύμφωνα με τις προσδοκίες μας: Η αποτυχία του αυτή τον είχε τσακίσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀποτυχία — ἀποτυχίᾱ , ἀποτυχία failure fem nom/voc/acc dual ἀποτυχίᾱ , ἀποτυχία failure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίᾳ — ἀποτυχίᾱͅ , ἀποτυχία failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτυχία — η (AM ἀποτυχία) [αποτυχής] ανεπιτυχής έκβαση προσπάθειας αρχ. μσν. κακή ή δυσμενής τύχη, ατυχία … Dictionary of Greek
ἀποτυχίας — ἀποτυχίᾱς , ἀποτυχία failure fem acc pl ἀποτυχίᾱς , ἀποτυχία failure fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίαι — ἀποτυχίᾱͅ , ἀποτυχία failure fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίαν — ἀποτυχίᾱν , ἀποτυχία failure fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίαις — ἀποτυχία failure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίη — ἀποτυχία failure fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίην — ἀποτυχία failure fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυχίῃ — ἀποτυχία failure fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)